-
1 ποίημα
ποίημαanything made: neut nom /voc /acc sg -
2 ποίημα
ποίημα, ατος, τό (ποιέω; Hdt. et al.; SIG 532, 5; LXX; TestSol 2:1 L; TestAbr; TestJob 49:2f; ApcEsdr 2:24 p. 26, 17 Tdf.; ApcMos; apolog. exc. Mel.) that which is made, work, creation, in our lit. only of the works of divine creation (Aesop, Fab. 444 P.=142 H. ποιήματα; Ps 142:5; TestSol 2:1 L; ApcEsdr; Philo, Det. Pot. Ins. 125 θεοῦ ποιήματα; Just., Tat., Ath. Cp. Aelian, NA 1, 53 π. Προμηθέως; Alex. Aphr., An. Mant. II 1 p. 112, 1 of the creations of Nus; difft. Ar. 13, 5 and Tat. 33, 1: poem) τὰ ἀόρατα αὐτοῦ τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται (God’s) invisible nature is perceived with the mind’s eye by the things (God) created Ro 1:20 (on this s. the lit. under ἀόρατος and γνωστός 2). Of Christians αὐτοῦ ἐσμεν π. we are (God’s) creation, i.e. (God) has made us what we are Eph 2:10.—DELG s.v. ποιέω. M-M. TW. Sv. -
3 ποίημα
-ατος + τό N 3 0-3-1-25-0=29 JgsB 13,12; 1 Sm 8,8; 19,4; Is 29,16; Ps 63(64),10work Ps 142(143),5; deed, act 1 Sm 8,8 -
4 ποίημα
A anything made or done: hence,I work, π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα, Hdt.4.5, 7.84, cf. 2.135;Γλαύκου τοῦ Χίου π. Id.1.25
; of the works of Daedalus, Pl.Men. 97e; π. ἐραστοῦ a lover's invention, Id.R. 474e; product, of land formed by silting-up of rivers, Arr.An.5.6.4(pl.).2 poem, Cratin.186, Pl.Phd. 60d, Ly. 221d;τὰ μετὰ μέτρου π. Isoc.2.7
, 15.45;π. εἰς τὰς Μούσας IG7.1773.17
(Thespiae, ii A. D.): pl., of single verses, = ἔπη, D.H.1.41, Comp.3.b poetical, esp. metrical, form, περὶ ποιήματος, title of work by Hephaestio.3 fiction, Arr.An.5.6.5(pl.). -
5 ποίημα
poemΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποίημα
-
6 ποίημ'
ποίημα, ποίημαanything made: neut nom /voc /acc sg -
7 ποιημάτων
ποίημαanything made: neut gen pl -
8 ποιήμασι
ποίημαanything made: neut dat pl -
9 ποιήμασιν
ποίημαanything made: neut dat pl -
10 ποιήματα
ποίημαanything made: neut nom /voc /acc pl -
11 ποιήματι
ποίημαanything made: neut dat sg -
12 ποιήματος
ποίημαanything made: neut gen sg -
13 ποιήμαθ'
ποιήματα, ποίημαanything made: neut nom /voc /acc plποιήματι, ποίημαanything made: neut dat sgποιήματε, ποίημαanything made: neut nom /voc /acc dual -
14 ποιήματ'
ποιήματα, ποίημαanything made: neut nom /voc /acc plποιήματι, ποίημαanything made: neut dat sgποιήματε, ποίημαanything made: neut nom /voc /acc dual -
15 poēma
-
16 κατευναστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευναστικός
-
17 κυκλικός
A circular, moving in a circle, ,κίνησις Placit.2.7.5
;περίοδος D.S.2.36
: metaph., Procl.Inst.33. Adv. -κῶς, κινεῖσθαι Arist.Cael. 272b24
.2 of a circle,λόγος Iamb. in Nic.p.61
P.; κ. ἀριθμός a number which ends in the same digit when squared, Nicom.Ar.2.17.3 Astrol., subordinate, ruling in rotation, Vett.Val.175.17.b - κὰ ἔτη the minimum duration of life corresponding to a planet, Balbill. in Cat.Cod.Astr.8(4).236, 237.4 - κός (sc. πούς), ὁ, a form of anapaest in which the long syllable is shorter than a normal long, D.H.Comp.17.II κυκλικοί, οἱ, the poets of the Epic cycle (cf. κύκλος), Sch.Il.3.242, al.; alsoἡ κ. Θηβαΐς Ath.11.465e
; but τὸ ποίημα τὸ κ. commonplace, conventional poem (cf.IV), Call.Epigr.30.1.III f.l. for κύκλιος 11,χορός Lys.21.2
; τῶν κυκλικῶν (v.l. κυκλίων)αὐλητῶν Luc.Salt.2
.IV in common use, ἡ κ. (sc. ἔκδοσις ) the vulgate, Sch.Od.16.195, 17.25: but Adv. - κῶς conventionally, οὐ κ. τὰ ἐπίθετα προσέρριπται ib.7.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλικός
-
18 μακάριος
μᾰκᾰρ-ιος, α, ον, also ος, ον Pl.Lg. 803c: collat. form. of μάκαρ, mostly used in Prose, but also in Poets, as Pi., and freq. in E.,1 mostly of men, blessed, happy, Pi.P.5.46, E.Or. 86, etc.;σοφοί τε καὶ μ. ἄνδρες Pl.R. 335e
; μ. τε καὶ εὐδαίμων ib. 354a: distd. from εὐδαίμων by Arist.EN 1101a7, 19: freq. in phrases such asμ. ὅστις.. νοῦν ἔχει Men.114
, cf. Mon. 357, 614, Phld.Ir.p.3 W.: [comp] Sup., Id.Piet. 104: in addresses, ὦ μακάριε my good sir, my dear sir, Pl.Prt. 309c, R. 432d, Men.Pk. 219: c. gen., ὦ μ. τῆς τύχης O happy you for.., Ar.Eq. 186, cf. V. 1512, Pl.Euthd. 303c; ; ὦ μ. σὺ τά τε ἄλλα καὶ αὐτὸ τοῦτο ὅτι .. X. Cyr.8.3.39.2 prosperous, οἱ μ., opp. οἱ ἐνδεεῖς, Arist.EN 1157b21, al.;κινδυνεύω σοι δοκεῖν μ. τις εἶναι Pl.Men. 71a
;τοὺς μ. καλουμένους ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Men.Kith.Fr.1.6
;μακαριωτάτην.. πόλιν Καπύην Plb.3.91.6
; (Magn.Mae., ii B.C.).3 of the dead, like μακαρίτης, Pl.Lg. 947e, cf. Ar.Fr.488.9;μακαρίας μνήμης BCH25.89
([place name] Bithynia), Sammelb.4753.2, etc.II of states, qualities, etc.,μ. λέχος E.Or. 1208
; -ωτέρα πόλις Id.Tr. 365
; - ώταται τύχαι ib. 328 (lyr.);βίος Cratin.238
, cf. Pl.R. 561d;τοῖς θεοῖς ἅπας ὁ βίος μ. Arist.EN 1178b26
;μ. διάθεσις Phld.Mort. 18
;μ. ἐστιν ἡ τραγῳδία ποίημα Antiph. 191.1
; τὸ μακάριον bliss, Arist.EN 1099 b2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακάριος
-
19 μηχανικός
2 c. gen. rei,τῶν ἐπιτηδείων -ώτερος X.Lac.2.7
.II of or for machines, mechanical,ὄργανα μ. Arist.Pol. 1336a11
;αἱ.. κινήσεις αἱ μ. Id.Mech. 848a14
; μ. ἀποδείξεις in mechanics, Id.APo. 76a24: μηχανικά, τά, the science of mechanics, title of work ascribed to Aristotle: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.Metaph. 1078a16, AP9.807;μ. ποίημα Sotad.15.6
;μ. ἔργα PFlor. 152.4
(iii A. D.): Subst. μηχανικός, ὁ, engineer, Plu.Per.27, Sammelb. 310. Adv. -κῶς Callix.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανικός
-
20 μηχανοποίημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανοποίημα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποίημα — anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίημα — το, ΝΜΑ [ποιώ] 1. λογοτεχνικό δημιούργημα σε έμμετρο, ρυθμικό λόγο με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. δημιούργημα τού θεού («Αὐτοῡ γὰρ ἐσμεν ποίημα» ΚΔ) νεοελλ. κομψοτέχνημα, καλλιτέχνημα αρχ. 1. στίχος από ποίημα 2. αφήγηση σε πεζό λόγο 3. πράξη … Dictionary of Greek
ποίημα — το, ατος έργο λογοτεχνικό γραμμένο σε στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… … Dictionary of Greek
Ψαρομαχία — Ποίημα του κύκλου των ομηρικών ύμνων με υπόθεση παράλληλη με τη Bατραχομυομαχία. Πρόκειται για ευτράπελη παρωδία, εμπνευσμένη από τη ζωή των ψαριών. * * * η, ΝΑ (αρχ. ελλ. φιλολ.) ποίημα τού κύκλου τών ομηρικών ύμνων και παιγνίων με θέμα τη ζωή… … Dictionary of Greek
Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής … Dictionary of Greek
Ιλιάς, Μικρά — Ποίημα του επικού κύκλου, το οποίο αποδίδεται στον Λέσχη τον Μυτιληναίο, ποιητή του 7ου αι. π.Χ. Το ποίημα περιλάμβανε τέσσερα βιβλία, τα οποία είναι κυρίως γνωστά από μια ανάλυσή τους από τον Πρόκλο. Το περιεχόμενο της Μ.Ι. αναφέρεται στις… … Dictionary of Greek
Ιστορία της Εβραιοπούλας της Μαρκάδος — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 810 στίχους. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1668. Αφηγείται την ερωτική ιστορία της Μαρκάδας, κόρης πλούσιου Εβραίου του Φαναριού με έναν Αλβανό χριστιανό, τον Δήμο. Ο Δήμος την παντρεύτηκε και… … Dictionary of Greek
Ιστορία του άρχοντος και σπαθαρίου Σταυράκη — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 326 στίχους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1767. Αφηγείται την ιστορία του άρχοντα και σπαθάριου Σταυράκη, ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι μετά τον θάνατό του η περιουσία του θα περιερχόταν στην… … Dictionary of Greek
τετράστιχο — Ποίημα ή τμήμα ποιήματος ονομάζεται που αποτελείται από 4 στίχους. Στη μετρική τ. η στροφή που αποτελείται από 4 επίσης στίχους. Το τ. ως ολοκληρωμένο ποίημα καλλιεργήθηκε αρχικά από τους Π. Νιρβάνα (Παγά λαλέουσα), Σ. Μενάρδο (Επιγράμματα) και Κ … Dictionary of Greek
ποίημ' — ποίημα , ποίημα anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)