Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πνικτός

См. также в других словарях:

  • πνικτός — strangled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτά — πνικτός strangled neut nom/voc/acc pl πνικτά̱ , πνικτός strangled fem nom/voc/acc dual πνικτά̱ , πνικτός strangled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτῶν — πνικτός strangled fem gen pl πνικτός strangled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτόν — πνικτός strangled masc acc sg πνικτός strangled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτοῦ — πνικτός strangled masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτᾶς — πνικτός strangled fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτή — πνικτός strangled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτῶς — πνικτός strangled adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνικτῷ — πνικτός strangled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • πνικτικός — ή, ό, ΝΜΑ [πνικτός] πνιγηρός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»