-
1 πνευμονία
πνευμονίᾱ, πνευμονίαςof the lungs: masc nom /voc /acc dualπνευμονίαςof the lungs: masc voc sgπνευμονίᾱ, πνευμονίαςof the lungs: masc voc sg (attic)πνευμονίᾱ, πνευμονίαςof the lungs: masc gen sg (doric aeolic)πνευμονίαςof the lungs: masc nom sg (epic) -
2 πνευμονία
-
3 πνευμονια
ἡ легочная болезнь Plut. -
4 πνευμονία
πνευμονία, ἡ, Lungensucht -
5 πνευμονία
η мед. пневмония, воспаление лёгких -
6 πνευμονία
A v. πλευμονία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πνευμονία
-
7 πνευμονία
zatürree, akciğer iltihabı -
8 περι-πνευμονία
περι-πνευμονία, ἡ, wie περιπλευμονία, Lungenentzündung, Luc. cont. 17; von πλευρῖτις unterschieden, S. Emp. adv. eth. 136.
-
9 πνευμονίας
πνευμονίᾱς, πνευμονίαςof the lungs: masc acc plπνευμονίᾱς, πνευμονίαςof the lungs: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
10 πνευμονίαν
πνευμονίᾱν, πνευμονίαςof the lungs: masc acc sg (attic epic doric aeolic)πνευμονίαςof the lungs: masc acc sg -
11 лёгкие
лёгкие с мн. τα πνευμόνια, οι πνεύμονες· воспаление \лёгкиех η πνευμονία* * *с мн.τα πνευμόνια, οι πνεύμονεςвоспале́ние лёгких — η πνευμονία
-
12 воспаление
мед. η φλεγμονήη φλό-γωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воспаление
-
13 воспаление
воспаление с η φλόγωση, η φλεγμονή·\воспаление лёгких η πνευμονία* * *сη φλόγωση, η φλεγμονήвоспале́ние лёгких — η πνευμονία
-
14 воспаление
воспалениес мед. ἡ φλεγμονή, ἡ φλό-γωση:\воспаление легких ἡ πνευμονία, ἡ περι-πνευμονία· \воспаление· брюшины ἡ περιτονίτιδα· \воспаление по́чек ἡ νεφρίτιδα· \воспаление мочевого пузыря ἡ κυστίτιδα· \воспаление сердечной су́мки ἡ περικαρδίτιδα. -
15 περι-πλευμονία
περι-πλευμονία, ἡ, Entzündung der Lunge, eigtl. der sie umgebenden Haut, Plat. Lach. 192 e, v. l. = πνευμονία.
-
16 πνευμονίς
-
17 лёгкое
анат. о πνεύμων, το πνευμόνιο πνεύμοναςвоспаление - их мед. η πνευμονίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лёгкое
-
18 пневмония
мед. η πνευμονία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмония
-
19 горло
горл||ос ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό. -
20 задеть
заде||тьсов см. задевать I· ◊ у него \задетьты легкие εἶναι πειραγμένα τά πνευμόνια του.
См. также в других словарях:
πνευμονία — πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc nom/voc/acc dual πνευμονίας of the lungs masc voc sg πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc voc sg (attic) πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc gen sg (doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονία — Φλεγμονώδης διεργασία του πνεύμονα. Οξείες φλεγμονώδεις διεργασίες του πνεύμονα, υπάρχουν σε πολυάριθμες μορφές, που διαφέρουν ως προς τον παθογόνο παράγοντα, την έκταση της διεργασίας, το παθολογοανατομικό υπόστρωμα και την εξέλιξή του.… … Dictionary of Greek
πνευμονία — η φλεγμονή, πάθηση των πνευμόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευμονίας — πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc acc pl πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονίαν — πνευμονίᾱν , πνευμονίας of the lungs masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
πνευμονιακός — ή, όν, Α [πνευμονία] αυτός που πάσχει από πνευμονία … Dictionary of Greek
γρίππη — Οξεία λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος με γενικευμένα σωματικά συμπτώματα που προκαλείται από τύπους του ίδιου ιού. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και συχνά προκαλεί μικρές εποχικές χειμερινές επιδημίες, σπανιότερα μεγάλες επιδημίες και… … Dictionary of Greek
Приложение. Из истории развития медицинской терминологии — История полупрофессионального и профессионального врачевания насчитывает несколько тысячелетий. Некоторые сведения о достижениях медицины древнейших цивилизаций в распознавании и лечении болезней можно почерпнуть из вавилонских клинописных… … Медицинская энциклопедия
Пневмония — Пневмония … Википедия