Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πλᾰτῠ-λεσχής

См. также в других словарях:

  • ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • πλατυλέσχης — ὁ, Α ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. στενο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • στενολέσχης — ὁ, Α 1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές 2. ολιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυ λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»