-
1 πλατύγλωσσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατύγλωσσος
См. также в других словарях:
πλατύγλωσσος — και αττ. τ. πλατύγλωτ τος, ον, Α αυτός που έχει πλατιά γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek