Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλάτας

См. также в других словарях:

  • πλάτας — α, ὁ, Α βλ. πλάτης …   Dictionary of Greek

  • πλάτας — πλάτᾱς , πλάτη flat fem acc pl πλάτᾱς , πλάτη flat fem gen sg (doric aeolic) πλάτᾱς , πλάτης platform masc acc pl πλάτᾱς , πλάτης platform masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… …   Dictionary of Greek

  • πλάτης — ου και πλάτας, α, ὁ, Α το επίπεδο ὁπου οικοδομούνται τάφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. πλατύς*, με κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»