-
1 πλύντρια
См. также в других словарях:
πλυντήρ — και πλυτήρ ῆρος, ὁ, Α σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τήρ (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek
καταπλυντηρίζω — (Α) 1. καταβρέχω 2. μτφ. κατακλύζω με ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλυντηρ ίζω (< *πλυν τήρ < πλύνω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
πλυντηρίων — ῶνος, ὁ, Α (κυρίως στη Θάσο) ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλυντήρ + επίθημα ιών (πρβλ. Ανθεστηρ ιών)] … Dictionary of Greek
πλυτήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. πλυντήρ … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek