-
21 πλούτος
[плутос] ουσ. а. богатство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλούτος
-
22 πλούτος
[плутос] ουσ α богатство. -
23 πλούτος
zenginlik, servet, mal, mülk -
24 πλούτος
richesse -
25 πλούτος
bogactwo (n) rzecz. -
26 πλούτος
1) bohatost2) bohatství -
27 πλούτος
wealthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλούτος
-
28 πλοῦτος,-ου/ους
+ ὁ N 2/3N 2-12-15-47-24=100 Gn 31,16; Dt 33,19; 1 Sm 2,10; 1 Kgs 3,11.13wealth, riches Gn 31,16*Is 29,2 καὶ τὸ πλοῦτος and the riches-ואונה און or הון for MT ואניה and lamentation; *Is 32,18 πλούτου wealth-אנןשׁ? און? for אננותשׁ quiet; *Ps 36(37),3 τῷ πλούτῳ αὐτῆς with its wealth-ה/המונ? for MT אמונה security→NIDNTT; TWNT -
29 ἄ-πλουτος
-
30 παλαιό-πλουτος
παλαιό-πλουτος, mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.
-
31 πολύ-πλουτος
πολύ-πλουτος, dass., Tzetz.
-
32 πάμ-πλουτος
πάμ-πλουτος, = Vorigem, Soph. frg. 572 u. Sp., wie Maneth. 4, 85.
-
33 σαπρό-πλουτος
σαπρό-πλουτος, stinkend reich, entweder von uraltem Reichthum, od. ein reicher Filz, schmutzig reich, νυμ φίος, Antiphan. bei Ath. XI, 500 e; Dobree will ändern σατραπόπλουτος, reich wie ein Persersatrap.
-
34 σατραπό-πλουτος
-
35 φιλό-πλουτος
φιλό-πλουτος, Reichthum liebend, suchend, erstrebend; Eur. ἅμιλλα, I. T. 412; Luc. de domo 5, u. a. Sp.
-
36 ψευδό-πλουτος
ψευδό-πλουτος, vorgeblich reich, Schol. Ar. Vesp. 451 Ach. 823.
-
37 καλλί-πλουτος
καλλί-πλουτος, mit schönem Reichthum, πόλις Pind. Ol. 13, 107.
-
38 ζά-πλουτος
ζά-πλουτος, sehr reich; Her. 1, 32; Eur. Andr. 1283 u. Sp.
-
39 εὔ-πλουτος
εὔ-πλουτος, sehr reich, Hesych.
-
40 μεσό-πλουτος
μεσό-πλουτος, halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.
См. также в других словарях:
πλοῦτος — 1 wealth masc nom sg πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτος — wealth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
πλούτος — ο 1. αφθονία αγαθών στην κατοχή ατόμου ή ατόμων ή χώρας: Έχουν μεγάλο πλούτο. 2. μτφ., αφθονία διανοητικών ή συναισθηματικών στοιχείων: Ο πλούτος της πνευματικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτε — Πλοῦτος wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοῦτε — πλοῦτος 1 wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτοι — Πλοῦτος wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)