-
1 πλουτο-δότἑιρα
πλουτο-δότἑιρα, -ἡ, fem. von πλουτοδοτήρ, Reichthumgeberinn, Orph. H. 39, 3, Luc. D. Mer. 7, 1.
См. также в других словарях:
πλουτοδοτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλουτοδότειρα, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος και επίθ. τής Δήμητρος) πλουτιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δοτήρ] … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
πλουτοδοτῆρα — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg πλουτοδοτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)