Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλουτοδοτήρ

См. также в других словарях:

  • πλουτοδοτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλουτοδότειρα, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος και επίθ. τής Δήμητρος) πλουτιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δοτήρ] …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοδοτῆρα — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg πλουτοδοτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»