-
1 обогатиться
πλουτίζω, πλουταίνω -
2 обогатить
-ашу, -атишъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогащенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω, κάνω κάποιον πλούσιο•ваши сто рублей меня не -ят τα δικά σας εκατό ρούβλια δε θα με κάνουν πλούσιο•
обогатить библиотеку πλουτίζω τη βιβλιοθήκη•
обогатить свой знания πλουτίζω τις γνώσεις μου.
2. εμπλουτίζω (μέταλλο, έδαφος κ.τ.τ.).1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλουτίζω.2. εμπλουτίζομαι. -
3 обогатить
обогатить, обогащать πλουτίζω, πλουταίνω· εμπλουτίζω (почву, руду и т. п.) \обогатиться πλουτίζω, πλουταίνω* * *= обогащатьπλουτίζω, πλουταίνω; εμπλουτίζω (почву, руду и т. п.) -
4 обогатить
обогатитьсов, обогащать несов в разн. знач. πλουτίζω (μετ.):\обогатить руду́ ἐμπλουτίζω τό μετάλλευμα· \обогатить страну́ πλουτίζω τή χώρα. -
5 богатеть
богатетьнесов πλουτίζω, πλουταίνω, γίνομαι πλούσιος. -
6 мошна
мошн||аж разг τό πουγγί, ἡ σακκοῦ-λα:иаби́ть \мошнау́ γεμίζω τό πουγγί μου, πλουτίζω. -
7 набить
наби́тьсов см. набивать· \набить гвоздей в стену καρφώνω καρφιά στον τοίχο· \набить обруч на бочку περνώ στεφάνι στό βαρέλι· ◊ \набить карман πλουτίζω, βγάζω· \набить ру́ку ἀποκτῶ πείρα· \набить оскомину а) μουδιάζουν τά δόντια, б) перен μπουχτίζω κάτι. -
8 наживаться
наживать||сяπλουτίζω, γίνομαι πλούσιος. -
9 обогатиться
обогатить||сяв разн. знач. πλουτίζω (άμετ.). -
10 оплодотворить
оплодотворитьсов, оплодотворить несов1. γονιμοποιώ·2. перен καθιστώ γόνιμο, πλουτίζω. -
11 пополнить
пополнитьсов, пополнять несов1. συμπληρώ, συμπληρώνω, πλουτίζω / ἀνεφοδιάζω (запасы)·2. (людьми) ἐνισχύω / ἀναπληρώνω, ἀντικαθιστώ (потери). -
12 разбогатеть
разбогатетьсов πλουτίζω, πλουταίνω, γίνομαι πλούσιος. -
13 enrich
[in'ri ](to improve the quality of: Fertilizers enrich the soil; Reading enriches the mind; an enriching (= useful and enjoyable) experience.) (εμ)πλουτίζω -
14 наживаться
[ναζιυβάτ'σα] ρ. πλουτίζω -
15 обогащать
[αμπαγκαστσάτ"] ρ. πλουτίζω -
16 обогащаться
[αμπαγκαστσάτ'σα] ρ. πλουτίζω -
17 разбогатеть
[ραζμπαγκατιέτ'] ρ. πλουτίζω -
18 наживаться
[ναζιυβάτ'σα] ρ πλουτίζω -
19 обогащать
[αμπαγκαστσάτ"] ρ πλουτίζω -
20 обогащаться
[αμπαγκαστσάτ'σα] ρ πλουτίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλουτίζω — make wealthy pres subj act 1st sg πλουτίζω make wealthy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίζω — πλουτίζω, πλούτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλουτίζω — ΝΜΑ [πλούτος] κάνω κάποιον πλούσιο νεοελλ. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω αρχ. μέσ. πλουτίζομαι αποκτώ πλούτο, γίνομαι πλούσιος … Dictionary of Greek
πλουτίζω — πλούτισα 1. μτβ., κάνω κάποιον πλούσιο: Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω (δημ. τραγ.). 2. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω: Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και πλουτίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουτίζεσθε — πλουτίζω make wealthy pres imperat mp 2nd pl πλουτίζω make wealthy pres ind mp 2nd pl πλουτίζω make wealthy imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίζετε — πλουτίζω make wealthy pres imperat act 2nd pl πλουτίζω make wealthy pres ind act 2nd pl πλουτίζω make wealthy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσει — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd sg (epic) πλουτίζω make wealthy fut ind mid 2nd sg πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσουσι — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd pl (epic) πλουτίζω make wealthy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσουσιν — πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd pl (epic) πλουτίζω make wealthy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλουτίζω make wealthy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσω — πλουτίζω make wealthy aor subj act 1st sg πλουτίζω make wealthy fut ind act 1st sg πλουτίζω make wealthy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτίσῃ — πλουτίζω make wealthy aor subj mid 2nd sg πλουτίζω make wealthy aor subj act 3rd sg πλουτίζω make wealthy fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)