-
1 πλουθυγιεια
См. также в других словарях:
πλουθυγίεια — και πλουθυγιεία, ἡ, Α πλούτος και υγεία μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + ὑγιεία/ὑγίεια] … Dictionary of Greek
πλουθυγιείαν — πλουθυγιείᾱν , πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουθυγίειαν — πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek