Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πλουθυγίεια

См. также в других словарях:

  • πλουθυγίεια — και πλουθυγιεία, ἡ, Α πλούτος και υγεία μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + ὑγιεία/ὑγίεια] …   Dictionary of Greek

  • πλουθυγιείαν — πλουθυγιείᾱν , πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουθυγίειαν — πλουθυγίεια health and wealth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»