-
1 πλοκείς
-
2 πλοκεῖς
См. также в других словарях:
πλοκεῖς — πλοκεύς plaiter masc acc pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πλοκείς
2 πλοκεῖς
πλοκεῖς — πλοκεύς plaiter masc acc pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)