-
1 πλοιάριον
πλοιάριον, ου, τό (Aristoph., X.+; Diod S 14, 30, 4; PEdg 39 [=Sb 6745], 3 [253/252 B.C.]; BGU 812, 5; PGen 14, 8; Ostraka II 1051, 4) dim. of πλοῖον, any kind of relatively small boat, small ship, boat, skiff Mk 3:9 (πλοῖον is used for the same kind of vessel 4:1; hence it is prob. no longer thought of as a dim.; this is plainly the case in Ael. Aristid. 50, 35 K.=26 p. 512 D., where there are nothing but πλοιάρια in the harbor); 4:36 v.l.; Lk 5:2 v.l. (for πλοῖα); πλοιάριον ἄλλο J 6:22; 23 (s. the text and vv.ll. with interchange of πλοῖα and πλοιάρια), 24. οἱ μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ (comitative-instrum. dat.; s. Kühner-G. I 430ff. Locative, perh. instrum.: Rob. 520f; 533) 21:8.—Dalman, Arbeit VI 351–56, 363–70.—DELG s.v. πλέω. M-M. -
2 πλοιάριον
-
3 πλοιαριον
-
4 πλοιάριον
πλοιάριονskiff: neut nom /voc /acc sg -
5 πλοιάριον
πλοιάριον, τό, Schiffchen, Kahn -
6 πλοιάριον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλοιάριον
-
7 πλοιάριον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλοιάριον
-
8 πλοιάριον
лодка, лодочка, суденышко.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλοιάριον
-
9 πλοιάριον
лодкалодкиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλοιάριον
-
10 πλοιάριον
II a kind of woman's shoe, Poll.7.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοιάριον
-
11 πλοιαρίοις
πλοιάριονskiff: neut dat pl -
12 πλοιαρίου
πλοιάριονskiff: neut gen sg -
13 πλοιαρίων
πλοιάριονskiff: neut gen pl -
14 πλοιάρια
πλοιάριονskiff: neut nom /voc /acc pl -
15 πλοιαρίω
-
16 πλοιαρίῳ
-
17 4142
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4142
См. также в других словарях:
πλοιάριον — skiff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιαρίοις — πλοιάριον skiff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιαρίου — πλοιάριον skiff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιαρίων — πλοιάριον skiff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιαρίῳ — πλοιάριον skiff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιάρια — πλοιάριον skiff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кораблец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. πλοῖον) корабль, судно; (греч. πλοιάριον) лодка. … … Словарь церковнославянского языка
πλοιάριο — το / πλοιάριον, ΝΜΑ μικρό πλοίο, καραβάκι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πλοιάρια υποδήματα ποιά». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῖον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
πλοιαρίδιον — τὸ, Α [πλοιάριον] μικρό πλοιάριο … Dictionary of Greek
προιάρι — και προιάριο και πριάρι το, Ν υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή τού λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek