-
1 πλοητοκος
См. также в других словарях:
πλοητόκος — ον, Α (επίθ. τού Ζεφύρου) αυτός που γεννά πλόες, που γεννά τη ναυτιλία, που δημιουργεί καιρό κατάλληλο για ταξίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολεμη τόκος] … Dictionary of Greek