Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πλινϑεύεται

См. также в других словарях:

  • πλινθεύεται — πλινθεύω make into bricks pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθεύω — Α [πλίνθος] 1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», Ηρόδ.) 2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ 3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους 3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»