-
1 πλινθ-υφής
πλινθ-υφής, ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
-
2 πλινθυφής
πλινθ-υφής, ές, von Ziegeln erbaut
См. также в других словарях:
σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek
σινδονυφής — ές, Α υφασμένος όπως η σινδών· [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek