-
1 πλησ-ίστιος
πλησ-ίστιος, die Segel füllend, schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.
-
2 πλησίστιος
πλησ-ίστιος, die Segel füllend, schwellend -
3 πλησιστιος
21) надувающий паруса(οὖρος Hom.; πνοαί Eur.; ἄνεμος Luc.)
2) с надутыми парусамиπ. ἐπὴ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. — отправляющийся на войну на всех парусах
См. также в других словарях:
μεσίστιος — α, ο (για σημαίες ή σήματα) 1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·) 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»). επίρρ... μεσιστίως και ια με μεσίστιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)… … Dictionary of Greek