-
1 πλησιος
I3близкий, близко находящийсяπλησίοι ἀλλήλων и ἀλλήλοισι Hom. — рядом друг с другом;
παρούσης τῆσδε πλησίας ἐμοί Soph. — когда она находится в моем присутствииIIὅ1) сосед Her., Arph.2) ближний -
2 πλησιαιτατος
-
3 πλησιαιτερος
-
4 παραπλησιος
близкий, сходный, подобный, почти одинаковыйταὐτὸν ἢ ἐγγύς τι καὴ παραπλήσιον Plat. — то же самое или почти одно и то же;τοιαῦτα καὴ παραπλήσια Thuc. — такие же или им подобные (обстоятельства);ναυσὴ παραπλησίαις τὸν ἀριθμὸν καὴ πρότερον Thuc. — с таким же приблизительно количеством судов, что и прежде;παραπλήσιά τε πεπόνθεσαν καὴ ἔδρασαν αὐτοὴ ἐν Πύλῳ Thuc. — (афиняне) находились в таком же приблизительно положении, какое они создали (лакедемонянам) в Пилосе -
5 πολλαπλησιος
-
6 παραπλήσιος
παρα|πλήσιος, (α,) ον ['приближенный'] похожий, сходный
См. также в других словарях:
πλησίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιος — near masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου. * * * ία, ίον και δωρ. τ. πλάσιος,… … Dictionary of Greek
πλησίως — πλήσιος near adverbial πλήσιος near masc acc pl (doric) πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρω — πλησίος comp πλησίος masc/neut nom/voc/acc dual πλησίος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιώτερον — πλήσιος near adverbial comp πλήσιος near masc acc comp sg πλήσιος near neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιον — πλήσιος near masc acc sg πλήσιος near neut nom/voc/acc sg πλησίος indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρων — πλησίος fem gen pl πλησίος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρως — πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτατον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτερον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)