-
1 πλησιστίω
-
2 πλησιστίῳ
См. также в других словарях:
πλησιστίῳ — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πλησιστίω
2 πλησιστίῳ
πλησιστίῳ — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)