-
1 πλησιασμός
πλησιασμός, ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.
-
2 πλησιασμος
-
3 πλησιασμός
πλησιασμόςapproach: masc nom sg -
4 πλησιασμός
πλησιασμός, ὁ, u. πλησίασμα, τό, Annäherung, Nähe; Umgang, bes. fleischlicher -
5 πλησιασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησιασμός
-
6 πλησιασμοί
πλησιασμόςapproach: masc nom /voc pl -
7 πλησιασμούς
πλησιασμόςapproach: masc acc pl -
8 πλησιασμόν
πλησιασμόςapproach: masc acc sg -
9 πλατιασμώ
-
10 πλατιασμῶ
-
11 πλησιασμοίς
-
12 πλησιασμοῖς
-
13 πλησιασμού
-
14 πλησιασμοῦ
-
15 πλησιασμώ
-
16 πλησιασμῷ
-
17 πλησιασμών
-
18 πλησιασμῶν
-
19 πλησίασις
A = πλησιασμός, Plu.2.1112e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησίασις
См. также в других словарях:
πλησιασμός — approach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμός — και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α [πλησιάζω] 1. η πράξη τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα 2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία … Dictionary of Greek
πλησιασμοῖς — πλησιασμός approach masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμοί — πλησιασμός approach masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμοῦ — πλησιασμός approach masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμούς — πλησιασμός approach masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμῶν — πλησιασμός approach masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμῷ — πλησιασμός approach masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασμόν — πλησιασμός approach masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατιασμός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλησιασμός … Dictionary of Greek
πλατιασμῶ — πλᾱτιασμῶ , πλησιασμός approach masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)