-
1 πλησί-μοχθος
πλησί-μοχθος, voll von Noth und Drangsal, sehr zw. Lesart bei Pol. 5, 106, 4, Bell. πρασίμ.
-
2 πλησίμοχθος
πλησί-μοχθος, ον,A full of distress, v.l. for τλησίμοχθος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησίμοχθος
-
3 πλησίμοχθος
См. также в других словарях:
κοπρόμοχθος — κοπρόμοχθος, ον (Μ) (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επί μοχθος, πλησί μοχθος] … Dictionary of Greek
τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] … Dictionary of Greek