Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλησί-μοχθος

См. также в других словарях:

  • κοπρόμοχθος — κοπρόμοχθος, ον (Μ) (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επί μοχθος, πλησί μοχθος] …   Dictionary of Greek

  • τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»