-
1 πλησίμοχθος
-
2 πρᾱσί-μοχθος
πρᾱσί-μοχθος, Pol. 5, 106, 4, aus Eur., v. l. πλησίμοχϑος, woraus man τλησίμοχϑος vermuthet.
См. также в других словарях:
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek