-
1 πληρωτής
-
2 πληρωτης
-
3 πληρωτής
πληρωτήςone who completes: masc nom sg -
4 πληρωτής
-
5 πληρωτής
-
6 πληρωτής
[плиротис] ουσ α плательщик. -
7 πληρωτής
A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of anἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721
; = ἐράνου συναγωγός, Hsch.II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68.2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.);γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληρωτής
-
8 ἀπο-πληρωτής
ἀπο-πληρωτής, ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεϑέντων Plat. Rep. X. 620 e.
-
9 ἐκ-πληρωτής
ἐκ-πληρωτής, ὁ, der Erfüllende, D. Cass. 38, 24.
-
10 πληρωταί
πληρωτήςone who completes: masc nom /voc pl -
11 πληρωτήν
πληρωτήςone who completes: masc acc sg (attic epic ionic) -
12 πληρωτάς
πληρωτά̱ς, πληρωτήςone who completes: masc acc plπληρωτά̱ς, πληρωτήςone who completes: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 αποπληρωτης
-
14 πληρωτή
-
15 πληρωτῇ
-
16 πληρωταίς
-
17 πληρωταῖς
-
18 πληρωτού
-
19 πληρωτοῦ
-
20 ἐρανάρχης
A president of an ἔρανος, collector of contributions to it, BGU1133.5 (i B.C.), D.L.6.63, Artem.1.35 (pl.), Harp. s.v. πληρωτής: —hence [suff] ἐρᾰν-αρχέω, hold this office, IG11(4).1223 ([place name] Delos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρανάρχης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πληρωτής — one who completes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πληρωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που πληρώνει: Εγγυητής και πληρωτής (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληρωταῖς — πληρωτής one who completes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωταί — πληρωτής one who completes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωτοῦ — πληρωτής one who completes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωτῇ — πληρωτής one who completes masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωτήν — πληρωτής one who completes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωτάς — πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc acc pl πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
πλερωτής — ο, Ν βλ. πληρωτής … Dictionary of Greek