-
1 πλήρωμ'
πλήρωμα, πλήρωμαthat which fills: neut nom /voc /acc sg -
2 πληρωμή
η1) выплата, оплата; платёж;με το κομμάτι — сдельная оплата (труда);συμφωνία εμπορίου και πληρωμων — торговое соглашение; — соглашение о торговле и платежах;
ισοζύγιο πληρωμών — бухг, платёжный баланс;
κατάλογος πληρωμών — платёжная ведомость;
2) вознаграждение; плата;χωρίς πληρωμή — бесплатно;
με πληρωμή — или επί πληρωμή — за плату;
είσοδος επί πληρωμή — платный вход;
3) выдача денег, получка;μέρα πληρωμης — день получки
-
3 Muster
v trans.Collect: P. and V. συλλέγειν, συνάγειν, ἀθροίζειν, συναθροίζειν, συγκαλεῖν, ἀγείρειν, P. συναγείρειν.Review: P. and V. ἐξετάζειν.Muster to the help of: Ar. and P. συμβοηθεῖν (ἐπί, acc. or εἰς, acc.).Muster up, met.: P. σαναγείρειν.——————subs.P. and V. σύλλογος, ὁ, σύνοδος, ἡ, V. ἄθροισμα, τό.Act of mustering: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.Review: P. ἐξέτασις, ἡ.Gathering the full muster of your friends: V. τῶν φίλων πλήρωμʼ ἀθροίσας (Eur., Ion, 663).In full muster: use adv., P. πανδημεί, πανστρατιᾷ, V. πανδημίᾳ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Muster
См. также в других словарях:
πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)