-
1 осведомиться
осведомиться, осведомляться ενημερώνομαι, πληροφορούμαι* * *= осведомлятьсяενημερώνομαι, πληροφορούμαι -
2 справиться
справиться 1) (осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ 2) (одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.)* * *1) ( осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ2) ( одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.) -
3 узнавать
узнавать, узнать 1) μαθαίνω; πληροφορούμαι (навести справку) 2) (признать) (ανα)γνωρίζω* * *= узнать1) μαθαίνω; πληροφορούμαι ( навести справку)2) ( признать) (ανα)γνωρίζω -
4 узнать
узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•
я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•
узнать новость μαθαίνω το νέο•
поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•
узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•
от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;
2. γνωρίζω•узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•
узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).
3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.
|| (ως απειλή)• βλέπω•-ешь θα μάθεις, θα δεις•
-ет θα μάθει, θα δει.
4. αναγνωρίζω•евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.
μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.
-
5 слышать
1. (различать, воспринимать слухом, обладать слухом) ακούω 2. (иметь какие-л. сведения, знать) ακούω, μαθαίνωπληροφορούμαι3. (распознавать путем ощущения) αισθάνομαικαταλαβαίνω- запах - την οσμή/μυρωδιά, μυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слышать
-
6 допытаться
допытатьсясов μαθαίνω, καταφέρνω νά μάθω, πληροφοροῦμαι, ἐξιχνιάζω. -
7 наводить
наводитьнесов κατευθύνω (направлять) I σκοπεύω (нацеливать):\наводить на след κατευθύνω στά Ιχνη· \наводить орудие на цель κατευθύνω τό πυροβόλο σέ στόχο· ◊ \наводить лоск, \наводить глянец γιαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω· \наводить красоту́ разг καλλωπίζομαι, βάφομαι· \наводить порядок βάζω τάξη· \наводить скуку προξενώ (или προκαλώ) πλήξη, γίνομαι ἀνιαρός· \наводить страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιον \наводить справку ὁ чем-л. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες γιά κάτι· \наводить критику разг κάνω κριτική· \наводить на мысль ὁδηγώ στή σκέψη· \наводить мост κτίζω γέφυρα. -
8 разведывать
разведыватьнесов1. (разузнавать) πληροφοροῦμαι/ μαθαίνω (узнавать)·2. воен. ἀνιχνεύω, κάνω ἀναγνώριση·3. геол. ἐξερευνώ, ἐρευνώ. -
9 справляться
справлятьсянесов1. (осведомляться) (ἐ)ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, πληροφο-ροῦμαι:\справляться о здоровье πληροφοροῦμαι γιά τήν ὑγεία κάποιου·2. (с кем-л., с чем-α.) τά βγάζω πέρα, ἀντεπεξέρχομαι. -
10 спрашивать
спрашиватьнесов1. (ἐ)ρωτῶ/ πληροφοροῦμαι (справляться)·2. (требовать ответственности) ἀπαιτώ, ἀξιῶ·3. (желать видеть) ζητῶ νά δῶ. -
11 разведывать
[ραζβιέντυβατ"] ρ. πληροφορούμαι -
12 справляться
[σπραβλγιάτσα] ρ. πληροφορούμαι -
13 разведывать
[ραζβιέντυβατ"] ρ πληροφορούμαι -
14 справляться
[σπραβλγιάτσα] ρ πληροφορούμαι -
15 выведать
ρ.σ.μ. κ. αμ. μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνω, πληροφορώ• πληροφορούμαι καλά. -
16 вызнать
-аю, -аешь, ρ.σ.μ., к. αμ. μαθαίνω, γνωρίζω, πληροφορούμαι καλά•-аи все подробности μάθε καλά όλες τις λεπτομέρειες.
-
17 вычитать
ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι διαβάζοντας• вычитать что-н. в газетах μαθαίνω κάτι από τις εφημερίδες.2. αντιπαραβάλλω έγγραφο με το πρωτότυπο, συγκρίνω, ελέγχω.ся μαθαίνομαι, γίνομαι γνωστός με το διάβασμα, την ανάγνωση. -
18 дознаться
-знаюсь, -знаешься, παρλθ. χρ. -лся, -лась, -лосьρ.σ.μαθαίνω,πληροφορούμαι• εξακριθώνω•не могу, кто он такой δε μπορώ να καταλάβω τι άνθρωπος είναι αυτός.
-
19 дойти
дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.1. φτάνω, πηγαίνω ως•дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•
танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•
письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.
2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•
-шёл слух έφτασε η φήμη.
|| γίνομαι κατανοητός, αισθητός•лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.
3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•
дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•
любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•
дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•
вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...
4. έρχομαι•-дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.
5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.
|| ωριμάζω•помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.
6. κατορθώνω•он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.
εκφρ.дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,).. -
20 докопать
ρ.σ.μ. αποσκάφτω, τελειώνω το σκάψιμο• σκάφτω ως.1. σκάφτω ως•он -лся до воды αυτός έσκαψε ώσπου βρήκε νερό.
2. (απλ.) ερευνώ, μαθαίνω, πληροφορούμαι•до истины ψάχνω να μάθω την αλήθεια.
См. также в других словарях:
πληροφορούμαι — πληροφορούμαι, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληροφοροῦμαι — πληροφορέω bring full measure pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπυνθάνομαι — ἀναπυνθάνομαι (Α) 1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ 2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι». ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος] … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… … Dictionary of Greek
αναμανθάνω — ἀναμανθάνω (ΑΜ) μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
διακούω — (Α διακούω) 1. ακούω κάτι από την αρχή ώς το τέλος 2. παρακολουθώ κανονικά πρόγραμμα διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα») αρχ. πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον … Dictionary of Greek