-
1 πληροφορηθεὶς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πληροφορηθεὶς
-
2 πληροφορεω
1) исполнять(διακονίαν NT.)
; pass. исполняться, сбываться2) полностью удостоверятьπληροφορηθείς NT. — вполне уверенный;
τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT. — вполне достоверные события
См. также в других словарях:
πληροφορηθείς — πληροφορέω bring full measure aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)