-
1 πλημ-μελής
πλημ-μελής, ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Ggstz von ἐμμελής. – Uebh. fehlend, sich vergehend; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
-
2 πλημμελής
πλημ-μελής, ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend; übh. fehlend, sich vergehend -
3 πλημμελης
21) неправильно поступающий, непорядочный(π. καὴ κακός Plat.)
2) дурной, плохой(βίος Plut.)
ἐάν τι πάθωμεν πλημμελές Plat. — если с нами случится какая-л. неприятность;πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον ὄντα, εἰ δεῖ ἤδη τελευτᾶν Plat. — было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать
См. также в других словарях:
πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς … Dictionary of Greek