Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πληθ-ύνω

См. также в других словарях:

  • καρπύνω — (Μ) 1. αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι 2. κάνω κάποιον να αυξηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (Ι) + κατάλ. ύνω (πρβλ. επιμηκ ύνω, πληθ ύνω)] …   Dictionary of Greek

  • πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) …   Dictionary of Greek

  • πολλύνομαι — Α (κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς + ρημ. κατάλ. ύνω / ύνομαι (πρβλ. μηκ ύνομαι, πληθ ύνομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»