Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πληθαίνω

  • 1 πληθαίνω

    [плитэно] ρ. (<ψτβ.) умножаться, увеличиваться, возрастать, размножаться, плодиться.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πληθαίνω

  • 2 умножить

    умножить 1) (увеличить) πληθαίνω 2) мат. πολλαπλασιάζω
    * * *
    1) ( увеличить) πληθαίνω
    2) мат. πολλαπλασιάζω

    Русско-греческий словарь > умножить

  • 3 множить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ.
    1. (μαθ.) πολλαπλασιάζω,
    2. αυξαίνω, πληθαίνω πυκνώνω•

    множить ряды πυκνώνω τις γραμμές,

    1. πολλαπλασιάζομαι.
    2. αυξαίνω, πληθαίνω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > множить

  • 4 размножить

    -жу, -жишь ρ.σ.μ.
    1. πολλαπλασιάζω, πληθαίνω, αυξαίνω•

    размножить рукопись в ста экземпляров βγάζω εκατό αντίγραφα του χειρόγραφου.

    2. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω.
    πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι, πληθαίνω. || αναπαραγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размножить

  • 5 множить

    1. мат. πολλαπλασιάζω 2. (увеличивать) αυξάνω, πληθαίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > множить

  • 6 размножать

    πολλαπλασιάζω, πληθύνω, πληθαίνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размножать

  • 7 расти

    1. (становиться больше, выше, длиннее и т.п.) μεγαλώνω 2. (в объёме) αυξάνω, αυξάνομαι 3. (совершенствоваться, развиваться) αναπτύσσομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расти

  • 8 умножать

    1. (увеличивать в числе) αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω 2. мат. πολλαπλασιάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умножать

  • 9 возрастаниеть

    возрастание||ть
    несов αὐξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, ἀναπτύσσομαι, (ἐπ)αυξάνομαι/ πολλαπλασιάζομαι (множиться).

    Русско-новогреческий словарь > возрастаниеть

  • 10 нарастать

    нараста́||ть
    несов
    1. (на чем-л.) φυτρώνω·
    2. (увеличиваться) μεγαλώνω (άμετ.), πληθαίνω, αὐξάνομαι / μαζεύομαι (накапливаться):
    \нарастатьет недовольство μεγαλώνει ἡ δυσαρέσκεια· \нарастатьют проценты μεγαλώνουν οἱ τόκοι.

    Русско-новогреческий словарь > нарастать

  • 11 прибывать

    прибыва||ть
    несов
    1. φθάνω, ἀφικνοῦ-μαι / καταπλέω (о пароходе)·
    2. (увеличиваться) πληθαίνω, αὐξάνομαι, πληθύνομαι:
    вода́ в реке \прибыватьет τά νερά τοῦ ποταμοῦ φουσκώνουν.

    Русско-новогреческий словарь > прибывать

  • 12 умножать

    умнож||ать
    несов
    1. (увеличивать) αὐξάνω (μβτ.), πληθαίνω (μετ.), πληθύνω, μεγαλώνω (μετ.)·
    2. мат πολλαπλασιάζω:
    \умножать десять на пять πολλαπλασιάζω δέκα ἐπί πέντε.

    Русско-новогреческий словарь > умножать

  • 13 умножаться

    умнож||а́ться
    πληθαίνω (ά,ιιβτ.), πληθύνομαι/ πολλαπλασιάζομαι (о трудностях и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > умножаться

  • 14 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 15 затолпиться

    -ится
    ρ.σ. αρχίζω να πληθαίνω, να γίνομαι πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > затолпиться

  • 16 насадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω.
    2. βάζω, θέτω.
    3. βάζω να καθίσει• τοποθετώ.
    4. βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε εργαλείο•

    насадить топор на топорище βάζω στειλιάρι στο τσεκούρι.

    || διαπερώ, τρυπώ, περνώ•

    -утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί.

    5. χώνω, βάζω (από πάνω προς τα κάτω), φορώ. || ράβω•

    насадить пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    6. βλ. насаждать. || πληρώ, γεμίζω• πληθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > насадить

  • 17 обрасти

    -расту, -растшь, παρλθ. χρ. оброс
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. обросший
    ρ.σ.
    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι (από φυτά)•

    местность -ли цинаром η τοποθεσία σκεπάστηκε από πλατάνια•

    скала -ла мхом ο βράχος σκεπάστηκε από μούσκλα•

    обрасти жиром σκεπάζομαι από λίπος (πάχη)•

    обрасти бородой γεμίζω γένεια•

    обрасти волосами γεμίζω μαλλιά.

    2. περιβάλλομαι, γεμίζω, πληθαίνω•

    местности -ли постройками οι οι τοποθεσίες γέμισαν οικοδομές.

    Большой русско-греческий словарь > обрасти

См. также в других словарях:

  • πληθαίνω — πληθαίνω, πλήθυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) …   Dictionary of Greek

  • πληθαίνω — πλήθυνα 1. μτβ., κάνω κάτι να αυξηθεί σε ποσότητα: Η περιποίηση πληθαίνει τα κουνέλια. 2. αμτβ., αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι, αβγατίζω: Οι άνθρωποι πάνω στη Γη ολοένα και πληθαίνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …   Dictionary of Greek

  • αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] …   Dictionary of Greek

  • βρύω — (AM) 1. (κυρίως για φυτά) είμαι φορτωμένος άνθη ή καρπούς 2. είμαι άφθονος, πληθαίνω 3. (για τη γη) παράγω σε αφθονία 4. αναβλύζω, αναδίδω («βρύει ὕδωρ», για τόπο «βρύει Ιάματα», για αγίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύο] …   Dictionary of Greek

  • επαυξάνω — (AM ἐπαυξάνω) 1. κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα («τὴν ἑκάστου ῥαθυμίαν ὑμῶν ἐπαυξάνοντα», Δημοσθ.) 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος …   Dictionary of Greek

  • επιπληθύνω — ἐπιπληθύνω (Α) 1. αυξάνω, πληθύνω («καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτὸν καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. (αμτβ.) αφθονώ, πληθαίνω, γίνομαι περισσότερος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»