-
1 πλεώτερος
A = πλειότερος, PLond.5.1722.27 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεώτερος
-
2 πλεώτερος
πλέωςfull: masc nom comp sg (ionic)
См. также в других словарях:
πλεώτερος — πλέως full masc nom comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)