-
1 судоходный
-
2 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
3 судоходный
πλόιμος, πλεύσιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судоходный
См. также в других словарях:
πλεύσιμος — η, ο / πλεύσιμος, ον ΝΜ [πλεύσις] ο πλωτός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον η πλεύση … Dictionary of Greek
πλεύσιμος — η, ο για υδάτινες επιφάνειες, αυτός που μπορεί να περαστεί με πλεούμενο, ο πλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλώσιμος — ον, Α αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει, πλεύσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωσ τού πλώω (πρβλ. πλώσομαι) + κατάλ. ιμος (πρβλ. πλεύσιμος)] … Dictionary of Greek
έκπλωτος — ἔκπλωτος, ον (Α) (για ποταμό) πλωτός, πλεύσιμος … Dictionary of Greek