Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλεύσιμος

См. также в других словарях:

  • πλεύσιμος — η, ο / πλεύσιμος, ον ΝΜ [πλεύσις] ο πλωτός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεύσιμον η πλεύση …   Dictionary of Greek

  • πλεύσιμος — η, ο για υδάτινες επιφάνειες, αυτός που μπορεί να περαστεί με πλεούμενο, ο πλωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλώσιμος — ον, Α αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει, πλεύσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωσ τού πλώω (πρβλ. πλώσομαι) + κατάλ. ιμος (πρβλ. πλεύσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • έκπλωτος — ἔκπλωτος, ον (Α) (για ποταμό) πλωτός, πλεύσιμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»