-
1 πλευρόν
πλευρόνrib: neut nom /voc /acc sg -
2 πλευρόν
πλευρόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλευρόν
-
3 πλευρόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλευρόν
-
4 πλευρόν
-οῦ τό N 2 2-1-10-5-2=20 Ex 27,7; 30,4; 1 Kgs 6,16; Ez 4,4.6side (of things) Ex 27,7; id. (of pers.) Ez 4,4 -
5 πλευρώ
πλευρόνrib: neut nom /voc /acc dual -
6 πλευροίο
-
7 πλευροῖο
-
8 πλευροίς
-
9 πλευροῖς
-
10 πλευροίσι
-
11 πλευροῖσι
-
12 πλευροίσιν
-
13 πλευροῖσιν
-
14 πλευρού
-
15 πλευροῦ
-
16 πλευρώ
-
17 πλευρῷ
-
18 πλευρών
-
19 πλευρῶν
-
20 πλευρά
πλευρά̱, πλευράrib: fem nom /voc /acc dualπλευρά̱, πλευράrib: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)πλευρόνrib: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλευρόν — rib neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρόν — τὸ, ΜΑ βλ. πλευρό … Dictionary of Greek
πλευροῖο — πλευρόν rib neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖς — πλευρόν rib neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖσι — πλευρόν rib neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖσιν — πλευρόν rib neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῦ — πλευρόν rib neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρῷ — πλευρόν rib neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρώ — πλευρόν rib neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρό — το / πλευρόν, ΝΜΑ 1. το πλάγιο μέρος τού ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) 2. η πλευρά, καθένα από τα οστά τού θώρακα 3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας … Dictionary of Greek
ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… … Dictionary of Greek