-
1 πλεονότης
πλεονότης, ητος, ἡ, = πλειονότης, Sp.
-
2 πλεονότης
A v. πλειονότης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονότης
-
3 πλειονότης
πλειονότης, ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Ggstz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.
См. также в других словарях:
πλεονότης — η, Α βλ. πλειονότητα … Dictionary of Greek
πλειονότητα — η / πλειονότης, ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α [πλείον / πλέον] το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων αρχ. 1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα 2. η μακρότητα τής χορδής τού μονοχόρδου … Dictionary of Greek