Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλεονασμῷ

См. также в других словарях:

  • πλεονασμῶ — πλεονασμός superabundance masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῷ — πλεονασμός superabundance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῶι — πλεονασμῷ , πλεονασμός superabundance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… …   Dictionary of Greek

  • ξανθότητα — η (Α ξανθότης, ητος) [ξανθός] η ιδιότητα τού ξανθού, το ξανθό χρώμα, ιδίως τών μαλλιών («τὰ πέραν τοῡ Ῥήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῡ Κελτικοῡ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τής ἀγριότητος και τής ξανθότητος», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»