-
1 πλεκτικος
-
2 πλεκτικός
η, ό[ν] вязальный;πλεκτική μηχανή — вязальная машина
-
3 συμπλεκτικος
См. также в других словарях:
πλεκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικός — ή, ό / πλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, πλεχτικός, ή, ό, Ν [πλεκτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο 2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική η τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά… … Dictionary of Greek
πλεκτικῶν — πλεκτικός of fem gen pl πλεκτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικόν — πλεκτικός of masc acc sg πλεκτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικαί — πλεκτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικῇ — πλεκτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτική — πλεκτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικήν — πλεκτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτικῶς — πλεκτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεχτικός — ή, ό, Ν βλ. πλεκτικός … Dictionary of Greek
ՇԱՐԱՄԱՆԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0471 Chronological Sequence: Unknown date ա. πλεκτικός complicatorius. Որ ինչ լինի շարամանութեամբ. *Ստեղծական արհեստքն (որպէս բրտի), եւ որչափ շարամանականքն՝ ոչ կարօտնան երկաթոյ. Պղատ. օրին. ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)