-
1 πλεισταχῶς
πλεισταχῶς, adv., auf die meiste Art, aufs Vielfältigste, Philem. lex.
-
2 πλεισταχῶς
πλεισταχῶς, auf die meiste Art, aufs Vielfältigste
См. также в других словарях:
πλεισταχώς — Α επίρρ. (ως τροπ.) με πάρα πολλούς τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πανταχώς)] … Dictionary of Greek