Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πλειονοψηφία

См. также в других словарях:

  • πλειονοψηφία — η, ΝΑ βλ. πλειοψηφία …   Dictionary of Greek

  • πλειονοψηφία — η βλ. πλειοψηφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλειονοψηφίας — πλειονοψηφίᾱς , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem acc pl πλειονοψηφίᾱς , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειονοψηφίαν — πλειονοψηφίᾱν , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειονοψηφοφορία — η, Α η επικρατούσα αστρολογική επίδραση, πλειονοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφοφορία] …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφικός — και πλειονοψηφικός, ή, ό, Ν [πλειοψηφία / πλειονοψηφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία 2. φρ. «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» εκλογικό σύστημα κατά το οποίο τα μέλη αιρετού σώματος εκλέγονται μόνο από το ψηφοδέλτιο που πλειοψηφεί …   Dictionary of Greek

  • κονγκλάβιο — Ονομασία της συνέλευσης των καρδιναλίων στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία, που συγκαλείται για να εκλέξει νέο πάπα· κ. ονομάζεται επίσης ο τόπος όπου γίνεται η εκλογή. Η ονομασία προέρχεται από τις λατινικές λέξεις cum clave (= κλειδωμένος). Η καθιέρωση …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — πλειοψηφία, η και πλειονοψηφία, η το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν: Απόλυτη πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ όλους (παρόντες και απόντες), ενώ σχετική πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ αυτούς που ψήφισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»