-
1 πλειονάκις
A v. πλεονάκις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλειονάκις
-
2 πλεονάκις
A more frequently, oftener, Hp.Acut.29, Lys.14.30, Pl.Phd. 112d, etc.; several times, frequently, Arist.Pol. 1299a9, IG22.682.25, 1304.5, PCair.Zen.31.11 (iii B.C.); too often, Hp.Aph.5.16.II taken more times together, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Pl.Tht. 148a:—also [full] πλεονάκι, PMagd.25.4 (iii B.C.); [full] πλειονάκις, PCair.Zen.29.2 (iii B.C.), IG12(5).533 (Ceos, iii B. C.), 9(1).694.45 (Corc., ii B.C.); [full] πλειονάκι, Sammelb.4638.18 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονάκις
См. также в других словарях:
πλειονάκις — Α επίρρ. (δ.τ.) βλ. πλεονάκις … Dictionary of Greek
πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ … Dictionary of Greek