Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλειονάκις

См. также в других словарях:

  • πλειονάκις — Α επίρρ. (δ.τ.) βλ. πλεονάκις …   Dictionary of Greek

  • πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»