-
1 πλατύ-ουρος
πλατύ-ουρος, breitschwänzig, Opp. Hal. 1, 199.
-
2 πλατύουρος
См. также в других словарях:
κολοβούρος — κολοβοῡρος, ον (Α) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκ ουρος, πλατύ ουρος] … Dictionary of Greek
πλατύουρος — η, ο / πλατύουρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιά ουρά, πλατύκερκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ουρος (< οὐρά)] … Dictionary of Greek