-
1 πλατύ-λογχος
-
2 πλατύλογχος
πλᾰτῠ-λογχος, ον,II Subst. π., τό, partisan, Str.17.3.7, prob. in Hsch. s.v. μαδάρεις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατύλογχος
-
3 πλατύλογχος
πλατύ-λογχος, breitspitzig, mit breiter Lanzenspitze; τὸ πλ., subst., breitspitzige Lanze -
4 πλατυλογχος
См. также в других словарях:
χρυσόλογχος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.) 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι στρατιωτικό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λογχος (< λόγχη),… … Dictionary of Greek
πλατύλογχος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον λόγχη με πλατιά αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λογχος (< λόγχη)] … Dictionary of Greek