Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλατύ-κερκος

См. также в других словарях:

  • καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόκερκος — κοντόκερκος, η, ον (Μ) κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. μακρό κερκος, πλατύ κερκος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόκερκος — μακρόκερκος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κέρκος «ουρά» (πρβλ. πλατύ κερκος)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύκερκος — ο/πλατύκερκος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιά ουρά, πλατύουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέρκος «ουρά»] …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»