-
1 πλατυρημοσυνη
См. также в других словарях:
πλατυρημοσύνης — πλατυρημοσύνη breadth in speaking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πλατυρημοσυνη
πλατυρημοσύνης — πλατυρημοσύνη breadth in speaking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)