Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλατειάζω

См. также в других словарях:

  • πλατειάζω — βλ. πίν. 35 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλατειάζω — και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α νεοελλ. επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη 2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι… …   Dictionary of Greek

  • πλατειάζω — μιλώ με πολλά λόγια, περιττολογώ, πολυλογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατειᾶσιν — πλατειάζω slap with the flat hand fut part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειάσδοισαι — πλατειάζω slap with the flat hand pres part act fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειάσδουσαι — πλατειάζω slap with the flat hand pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειᾶν — πλατεῑᾶν , πλατεῖα fem gen pl (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part act masc voc sg (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειάσαι — πλατειά̱σᾱͅ , πλατειάζω slap with the flat hand fut part act fem dat sg (doric) πλατειάζω slap with the flat hand aor inf act πλατειάσαῑ , πλατειάζω slap with the flat hand aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειῶν — πλατεῑῶν , πλατεῖα fem gen pl πλατειάζω slap with the flat hand fut part act masc voc sg πλατειάζω slap with the flat hand fut part act neut nom/voc/acc sg πλατειάζω slap with the flat hand fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πλατύς wide …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατειασμός — και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ [πλατειάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλατειάζω, η επέκταση τού λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία αρχ. η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων …   Dictionary of Greek

  • πλατυάζω — Ν βλ. πλατειάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»