-
1 πλατάνιος
См. также в других словарях:
πλατανίστινα — πλατανίστινος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατανίστινος — η, ον, Α φρ. «πλατανίστινα μήλα» (στη Μικρά Ασία) είδος μήλων κατώτερης ποιότητας με τα οποία έτρεφαν τους χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος (βλ. πλάτανος) + κατάλ. ινος, πρβλ. παπύρ ινος] … Dictionary of Greek