-
1 πλαταμων
- ῶνος ὅ1) плоский камень, каменная плаха(λείῳ ἐπὴ πλαταμῶνι HH.)
2) отлогий морской берег, взморье(ἐρημαῖοι πλαταμῶνες Anth.)
3) заливаемое во время наводнения место, пойма Polyb.
См. также в других словарях:
πλαταμών — any broad flat body masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶνα — πλαταμών any broad flat body masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶνας — πλαταμών any broad flat body masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶνες — πλαταμών any broad flat body masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶνι — πλαταμών any broad flat body masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶνος — πλαταμών any broad flat body masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶσι — πλαταμών any broad flat body masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμῶσιν — πλαταμών any broad flat body masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμώνων — πλαταμών any broad flat body masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Platamonas — Πλαταμώνας … Deutsch Wikipedia
πλάταμος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλαταμών … Dictionary of Greek