-
1 πλατάγισμα
το, πλατάγισμός ο стуканье, хлопанье; шлёпанье, щёлканье; чмоканье;πλατάγισμα οδόντων — стук зубов;
πλατάγισμα κυμάτων — плеск волн
-
2 πλαταγή
η, πλατάγημα τό см. πλατάγισμα
См. также в других словарях:
πλατάγισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταγίζω, ήχος, κρότος που παράγεται από αντικείμενα που αλληλοσυγκρούονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγίζω. Η λ., στον πληθ. πλαταγίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
πλατάγισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πλαταγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
περιπλαταγώ — έω, Α προξενώ πλατάγισμα, βροντώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλαταγῶ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek
πλαταγισμός — ο, Ν 1. πλατάγισμα, κρότος 2. (ακουστ.) φαινόμενο που δημιουργείται κατά την αναπαραγωγή τού ήχου καί κατά το οποίο ο κυρίως ήχος συνοδεύεται από άλλους ανεπιθύμητους ήχους, οφειλόμενους σε ανωμαλίες λειτουργίας τής αντίστοιχης συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — το, ατος και κροταλισμός, ο σύγκρουση των κροτάλων και ο κρότος που δημιουργείται απ αυτή, πλατάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαταγισμός — ο βλ. πλατάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)