Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλανύττω

См. также в других словарях:

  • πλανύττω — ΜΑ, πλανύσσω Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί τού πλανῶμαι. Ο τ. πλαν ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω] …   Dictionary of Greek

  • πλανύττομεν — πλανύττω wander about pres ind act 1st pl (attic) πλανύσσομεν , πλανύττω wander about imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανύττειν — πλανύττω wander about pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανύττων — πλανύττω wander about pres part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»