Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλανόδιος

См. также в других словарях:

  • πλανόδιος — α, ο / πλανόδιος, ία, ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια νεοελλ. 1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής») 2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» το …   Dictionary of Greek

  • πλανόδιος — α, ο αυτός που γυρίζει στους δρόμους και πουλάει κάτι: Πλανόδιος μικροπωλητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμποτίνος — ο 1. πλανόδιος ηθοποιός 2. κακός ηθοποιός, θεατρίνος που δεν κατέχει την τέχνη του, χωρίς ταλέντο και αξία 3. μτφ. άνθρωπος χωρίς αξία, που επιδιώκει με αγυρτείες να εμφανιστεί ως σπουδαίος ή να αποκτήσει κοινωνική αξία, αγύρτης, τσαρλατάνος,… …   Dictionary of Greek

  • πλανοδίας — πλανοδίᾱς , πλανόδιος going by by paths fem acc pl πλανοδίᾱς , πλανόδιος going by by paths fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek …   Wikipedia

  • Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // …   Deutsch Wikipedia

  • Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 …   Deutsch Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ανέστιος — α, ο (Α ἀνέστιος, ον) νεοελλ. ο χωρίς εστία, πατρίδα ή μόνιμη διαμονή, νομάς, πλανόδιος αρχ. αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος …   Dictionary of Greek

  • ανακαριστής — ο [ανάκαρο ΙΙ] 1. αυτός που παίζει τα (μουσικά όργανα) ανάκαρα 2. πλανόδιος μουσικός …   Dictionary of Greek

  • γουσλάρος — και γουζλάρος, ο [γούσλα] πλανόδιος οργανοπαίκτης στη Σερβία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»