-
1 πλανητός
-
2 πλανητός
πλανητός, umherirrend; übertr., irrend, dem Irrtum unterworfen -
3 πουλυ-πλάνητος
πουλυ-πλάνητος, ion. statt πολυπλάνητος, Her. 1, 56.
-
4 ποντο-πλάνητος
ποντο-πλάνητος, in od. auf dem Meere umherirrend, Orph. H. 37, 5.
-
5 πολυ-πλάνητος
πολυ-πλάνητος, = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
-
6 νυκτο-περι-πλάνητος
νυκτο-περι-πλάνητος, = νυκτίπλαγκτος, Ar. Ach. 252.
-
7 οἰνο-πλάνητος
οἰνο-πλάνητος, durch Wein verwirrt, weinbethört, κυλίκων οἰνοπλανήτοις ἁμίλλαις, Eur. Rhes. 363.
-
8 ἀ-πλάνητος
ἀ-πλάνητος, = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.
-
9 οἰνοπλάνητος
οἰνο-πλάνητος, durch Wein verwirrt, weinbetört -
10 ποντοπλάνητος,
ποντο-πλάνητος, u. ποντο-πλάνος, in od. auf dem Meere umherirrend -
11 ποντοπλάνος
ποντο-πλάνητος, u. ποντο-πλάνος, in od. auf dem Meere umherirrend
См. также в других словарях:
πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πλάνητος — πλάνης wanderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητά — πλανητός wandering neut nom/voc/acc pl πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc/acc dual πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητόν — πλανητός wandering masc acc sg πλανητός wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῖς — πλανητός wandering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῦ — πλανητός wandering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητούς — πλανητός wandering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῷ — πλανητός wandering masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπλάνητος — θαλασσοπλάνητος, ον (Α) ο θαλασσόπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο πλάνητος, περι πλάνητος] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek