Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πλανητός

См. также в других словарях:

  • πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πλάνητος — πλάνης wanderer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητά — πλανητός wandering neut nom/voc/acc pl πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc/acc dual πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητόν — πλανητός wandering masc acc sg πλανητός wandering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητοῖς — πλανητός wandering masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητοῦ — πλανητός wandering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητούς — πλανητός wandering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανητῷ — πλανητός wandering masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοπλάνητος — θαλασσοπλάνητος, ον (Α) ο θαλασσόπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο πλάνητος, περι πλάνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»