Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλακόστρωτος

См. также в других словарях:

  • πλακόστρωτος — η, ο, Ν 1. ο στρωμένος με πλάκες 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακόστρωτο βλ. πλακόστρωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • πλακόστρωτος — η, ο ο στρωμένος, ο καλυμμένος με πλάκες: Ολόκληρη η αυλή του σπιτιού είναι πλακόστρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… …   Dictionary of Greek

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • πλακωτός — ή, ό / πλακωτός, ή, όν, ΝΜ [πλακώ] (για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη») 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι …   Dictionary of Greek

  • πλακόστρωτο — το, Ν δάπεδο, επιφάνεια στρωμένη με πλάκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πλακόστρωτος] …   Dictionary of Greek

  • Δίον — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Πιερίας στους πρόποδες του Ολύμπου. Η πόλη πήρε την ονομασία της από το ιερό του Δία που βρισκόταν εκεί. Το Δ. ήταν ιερή πόλη για τους Μακεδόνες. Ο βασιλιάς τους Αρχέλαος είχε καθιερώσει αγώνες προς τιμήν… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Φαλατάδου (Τήνου) — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο Φαλατάδου ιδρύθηκε το 1995 και στεγάζεται σ’ ένα χώρο του ναού της Αγίας Τριάδας, στον οποίο οδηγεί ένας πλακόστρωτος δρόμος που ξεκινά από την πλατεία του χωριού. Η συλλογή του αποτελείται από μεταβυζαντινές εικόνες,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»